δάσωση

δάσωση
η [δασώνω]
η δενδροφύτευση γυμνών εκτάσεων για την ανάπτυξη δάσους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δάσωση — η το φύτεμα μιας περιοχής με δέντρα, ώστε να γίνει δάσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δρόγγεμα — το δάσωση, πύκνωση τής βλάστησης …   Dictionary of Greek

  • φυτεία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 470 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (44 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, το Κουτσοχώρι (υψόμ. 670 μ.) και ο Άγιος Νικόλαος. * * * η, Ν 1. (με περιλπτ. σημ.) νεαρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”